- κριθολόγος
- κριθολόγοςgathering barleymasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κριθολόγος — κριθολόγος, ον (Α) 1. αυτός που μαζεύει κριθάρι 2. (στους Οπουντίους) αυτός που προΐστατο στις θυσίες και έφερε το πρώτο κριθάρι που παραγόταν για να γίνει η θυσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κριθή + λόγος (< λέγω «συλλέγω»), πρβλ. δασμο λόγος, σταχυη… … Dictionary of Greek
κριθολόγον — κριθολόγος gathering barley masc/fem acc sg κριθολόγος gathering barley neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που … Dictionary of Greek
κριθή — ή (AM κριθή, ή, Α επικ. τ. και κρῑ, τὸ) 1. φυτό δημητριακό, εδώδιμο, βιομηχανικό και κτηνοτροφικό, που σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση ανήκει στην οικογένεια τών αγρωστωδών, το κριθάρι 2. ο καρπός τού φυτού αυτού («οἴνω δ ἐκ κριθέων πεποιημένῳ… … Dictionary of Greek
κριθολογία — και κριθηλογία ἡ (Α) [κριθολόγος] το μάζεμα, η συλλογή τού κριθαριού … Dictionary of Greek
κριθολογώ — κριθολογῶ, έω (AM) [κριθολόγος] μαζεύω κριθάρι … Dictionary of Greek